ενηλικιότητα

ενηλικιότητα
και ενηλικότητα, η
η ιδιότητα τού ενηλίκου*, το να είναι κανείς ενήλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ενηλικιότητα < ενήλικος με επίδραση τού ηλικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενηλικότητα — η ενηλικιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενήλικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • ενηλικότητα — ενηλικότητα, η και ενηλικιότητα, η το να είναι κάποιος ενήλικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”